- οργανωνυμία
- ηη απόδοση τής κατάλληλης ονομασίας στα όργανα τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + -ωνυμία (< -ώνυμος < όνομα*). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οργανωνυμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οργανωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οργανωνυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek